- παιπάλη
- η (Α παιπάλη)1. πολύ ψιλό αλεύρι2. λεπτότατη σκόνη, άχνηαρχ.φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο αλεύρι, άχνη» αντιστοιχεί κατά μία άποψη με το ρ. παιπάλλω* «σείω, τινάσσω» (πρβλ. πάλη [ΙΙ]: πάλλω). Η λ. επίσης με την μτφ. της σημ. «τρίμμα, σόφισμα» (πρβλ. παιπάλημα) χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άνθρωπο πανούργο, λεπτολόγο, σοφιστή και μ' αυτήν τη σημ. έχει περάσει και στα παράγωγα παιπάλιμος, παιπαλώ, παιπαλώδης. Προβλήματα ωστόσο γεννά τόσο η σημασιολογική όσο και η ετυμολογική σχέση τής λ. παιπάλη με το ομηρ. επίθ. παιπαλόεις (πρβλ. δυσπαίπαλος, παίπαλον) που οι αρχ. λεξικογράφοι απέδωσαν ως «ανώμαλος, τραχύς, βραχώδης». Με βάση τη σημ. αυτή, έχουν προταθεί διάφορες απόψεις για την ετυμολόγηση τού επιθ., περισσότερο ή λιγότερο αυθαίρετες, που διαχωρίζουν το επίθ. παιπαλόεις από το ουσ. παιπάλη. Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές, το επίθ. παιπαλόεις ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *παίπαλος με σημ. «πτυχή», που προϋποθέτει ρίζα *pele- «γυρίζω», η οποία μπορεί να συνδεθεί με τη ρίζα τών επιθ. διπλόος / διπλός, απλός κ.λπ. Κατ' άλλους ο αμάρτυρος τ. *παίπαλος έχει τη σημ. «οξύς, μυτερός, σχισμώδης» και συνδέεται με το ρ. πάλλω, ενώ κατ' άλλους η σημ. τού τ. «σχισμή, πτυχή» προέρχεται από τη σύνδεσή του με το ρ. παιπάλλω «σείω» και προϋποθέτει την έννοια τού σεισμού. Από το άλλο μέρος, όμως, η υπόθεση ότι αρχική σημ. τού επιθ. παιπαλόεις είναι «σκονισμένος» (για δρόμους και μονοπάτια) επιτρέπει τη σημασιολογική και ετυμολογική σύνδεσή του με τη λ. παιπάλη. Το γεγονός, πάντως, ότι το επίθ. παιπαλόεις χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά στην ποίηση και μάλιστα στην Ομηρική δικαιολογεί ίσως τη σημασιολογική παρέκκλιση που παρουσιάζει].
Dictionary of Greek. 2013.